- Άγκρα
- (Agra). Πόλη (1.321.410 κάτ. το 2001) της ΒΔ Ινδίας, στην πολιτεία Ουτάρ Πραντές, στον ποταμό Γιάμουνα, κύριο παραπόταμο του Γάγγη. Θεωρείται ιερή από τους Ινδούς, που πιστεύουν ότι εκεί έγινε η ενσάρκωση του Βισνού. Η πόλη, έως το 1504 που εγκαταστάθηκε σε αυτήν ο σουλτάνος του Δελχί Σικαντάρ Λοντί, ήταν ένα μικρό χωριό. Το 1526 η Ά. κατακτήθηκε από τον ιδρυτή της μογγολικής δυναστείας Μπαμπέρ Ζαχίρ. Ο Ακμπάρ ο Μέγας, εγγονός του Μπαμπέρ, την έκανε αργότερα πρωτεύουσα της Μογγολικής αυτοκρατορίας (1564-1658). Χάρη στην ευνοϊκή γεωγραφική της θέση, στο σημείο όπου συγκλίνουν οι δρόμοι του εμπορίου μεταξύ Ουτάρ Πραντές και Ρατζαστάν, η Ά. αναπτύχθηκε γρήγορα, έγινε σημαντικό οικονομικό κέντρο και μια από τις ωραιότερες και πλουσιότερες πόλεις της εποχής της. Στην Ά. χτίστηκαν τα πιο λαμπρά μνημεία της μογγολικής αρχιτεκτονικής, όπως το φρούριο Ά.-Φορτ, που έχτισε ο Άκμπαρ (από ψαμμίτη, 1564-74), το ανάκτορο Ντζαχανγκίρι-Μαχάλ (από ψαμμίτη, 1570), το Μότι Μαστζίντ, τέμενος των Μαργαριτών, που έχτισε ο Σαχ Τζαχάν (από άσπρο μάρμαρο, 1646-1653), το μαυσωλείο του Τατζ-Μαχάλ (17ος αι.), που χτίστηκε επίσης από τον Σαχ-Τζαχάν πάνω στον τάφο της αγαπημένης του γυναίκας Μουμτάζ Μαχάλ και το οποίο θεωρείται ένα από τα αριστουργήματα της μουσουλμανικής τέχνης, ο τάφος του Ιτιμάντ-ουντ-Νταουλά (από άσπρο μάρμαρο 1622-28), που χτίστηκε από τη γυναίκα του Τζαχανγκίρ, Νουρ Τζαχάν και φανερώνει έντονη περσική επίδραση κ.ά. Η παρακμή της Ά. άρχισε μετά τη μεταφορά της πρωτεύουσας στο Δελχί. Το 1784 κατελήφθη από τους Μαράτας, το 1803 από τους Άγγλους και από το 1835 έως το 1862 αποτελούσε την έδρα της κυβέρνησης των βορειοδυτικών επαρχιών. Είναι σημαντικός σιδηροδρομικός και οδικός κόμβος και από το 1927 έδρα πανεπιστημίου. Κέντρο βιοτεχνίας, παράγει χρυσοποίκιλτα και αργυροποίκιλτα μεταξωτά υφάσματα και κομψοτεχνήματα από χρυσό, ασήμι και μάρμαρο. Έχει επίσης σύγχρονες βιομηχανίες χημικών προϊόντων, νηματουργίας, ταπητουργίας και υποδημάτων.
Το μαυσωλείο του Τατζ-Μαχάλ στην Άγκρα, αριστούργημα της ισλαμικής αρχιτεκτονικής.
Dictionary of Greek. 2013.